νειοποιώ

νειοποιώ
νειοποιῶ, -έω (Α)
αφήνω αγρό ακαλλιέργητο ή σπείρω σε χωράφι όσπρια ή λαχανικά για να ενδυναμωθεί η γη και να ετοιμαστεί για νέα σπορά σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + «ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”